κόρα (ψωμιού)

κόρα (ψωμιού)
кора

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουνίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7, και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται Cora 504. * * * (I) κόρα …   Dictionary of Greek

  • κόρα — η η σκληρή πέτσα που περιβάλλει το ψωμί: Του αρέσει η κόρα του ψωμιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια …   Dictionary of Greek

  • κύταλο — το (Μ κύταλον) [κύτος] 1. κρούστα, κάκαδο 2. κόρα ψωμιού …   Dictionary of Greek

  • μυστίλη — μυστίλη, ἡ (Α) τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα ίλη (πρβλ. ζωμ ίλη, στροβ ίλη) και φαίνεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • πέτσα — η, Ν 1. επιδερμίδα, δέρμα 2. λεπτό στρώμα σκληρότερο από το υπόλοιπο υλικό, στην επιφάνεια τού οποίου σχηματίζεται (α. «πέτσα τής πληγής» εφελκίδα β. «πέτσα στο γάλα [ή στην κρέμα]» κρούστα γ. «πέτσα τού ψωμιού» η κόρα) 3. φρ. α) «δεν έχω πέτσα»… …   Dictionary of Greek

  • φλόγωμα — ώματος, το, ΝΑ [φλογῶ / ώνω] νεοελλ. ερεθισμός που συνοδεύεται από ερύθημα, φλόγωση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) η σκληρή εξωτερική επιφάνεια ψημένου ψωμιού, κόρα (II) …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • πέτσα — η (λ. ιταλ.) 1. δέρμα: Ψήθηκε η πέτσα μου στον ήλιο. 2. υμένας που σχηματίζεται πάνω σε επιφάνεια: Η πληγή έπιασε πέτσα. 3. για γάλα, η κορυφή, κρούστα, καϊμάκι: Το γάλα το πίνω χωρίς πέτσα. 4. για ψωμί, το σκληρό μέρος του, γωνιάδι, κόρα: Μ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”